πρόχνυ

πρόχνυ
πρόχνῠ, Adv.
A utterly,

ὥς κε . . ἀπόλωνται π. κακῶς Il.21.460

; so ὀλέσθαι π. Od.14.69.
II with the knees forward, π. καθεζομένη, i.e. kneeling or crouching, Il.9.570 (where Πρόγνυ shd. perh. be restd., cf. γνύπετος, Skt. Adj. prajñú- (dub. sens.)).
III dub. sens. in Antim.Col.2P.: later, simply = πάνυ, A.R.1.1118, 2.249.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πρόχνυ — utterly indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόχνυ — Α επίρρ. 1. ολοσχερώς, εξ ολοκλήρου («ὡς ὤφελλ Ἑλένης ἀπὸ φῡλον ὀλέσθαι πρόχνυ», Ομ. Οδ.) 2. γονατιστά, με τα γόνατα («πρόχνυ καθεζομένη», Ομ. Ιλ.) 3. πάρα πολύ («στύπος ἀμπέλου... πρόχνυ γεράνδρυον», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. πρόχνυ είναι …   Dictionary of Greek

  • ĝenu-1, ĝneu- (*ĝḫneu-) —     ĝenu 1, ĝneu (*ĝḫneu )     English meaning: knee, joint     Deutsche Übersetzung: “Knie, Ecke, Winkel”     Grammatical information: n. inflection ĝonu, ĝenu̯és, ĝnubhís etc.; besides ein n stem according to O.Ind. jü nunī “die beiden… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη …   Dictionary of Greek

  • πάγχυ — (Α) επίρρ. (επικ., ιων. και αιολ. τ. τού πάνυ) παντελώς, εντελώς, εξ ολοκλήρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πάγχυ έχει προέλθει κατά μία άποψη από συμφυρμό ενός αμάρτυρου τ. *πάγ χι (< παν , βλ. λ. πας + μόριο χι, πρβλ. ᾗχι, ναί χι) και τού ληκτικού τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”